Η Ανωτέρα Βία Και Το Τυχαίο Συμβάν
Σύμφωνα με το Ενωσιακό, το Ελληνικό Δίκαιο και τη Νομολογία
Οι όροι “Τυχαίο Συμβαν” (ή “Τυχηρό”) και “Ανωτέρα Βία” χρησιμοποιούνται για να ορίσουν όλα εκείνα τα περιστατικά τα οποία δεν οφείλονται σε πταίσμα (από δόλο ή αμέλεια) του ζημιώσαντος. Πρόκειται, δηλαδή, για τα περιστατικά εκείνα που αίρουν την ευθύνη του δράστη.
Ως τέτοια θεωρούνται γεγονότα απρόβλεπτα και μη δυνάμενα να αποτραπούν ακόμη και αν λάβει κάποιος μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως ή αν καταβάλει την επιμέλεια και την πρόνοια ενός επιμελούς ανθρώπου
Οι παραπάνω όροι, ιδίως δε η “ανωτέρα βία” ως αόριστες νομικές έννοιες, εμφανίστηκαν πρώτη φορά στο ρωμαϊκό δίκαιο, ενώ σήμερα βρίσκουν νομικό έρεισμα:
- αφενός μεν στο αστικό δίκαιο, στο άρθρο 255 ΑΚ, (“Η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος εμποδίστηκε από δικαιοστάσιο ή από άλλο λόγο ανωτέρας βίας να ασκήσει την αξίωσή του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής”) αλλά και
- στο διοικητικό δίκαιο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 10§6 ΚΔΔιαδ “Υπέρβαση των προθεσμιών συγχωρείται σε περίπτωση ανωτέρας βίας”.
Ενωσιακό Δίκαιο
Ορισμοί
Στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) δεν γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των εννοιών του τυχαίου συμβάντος και της ανωτέρας βίας. Στη νομολογία του, οι εν λόγω έννοιες συχνά συνενώνονται και εξετάζονται βάσει πανομοιότυπων κριτηρίων, χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις όσον αφορά τυχόν διαφορές τους.
Μολονότι, το Δικαστήριο δεν προέβη ποτέ σε σαφή διάκριση μεταξύ των δύο εννοιών, εντούτοις από διάφορες πηγές προκύπτει ότι το περιεχόμενό τους δεν είναι εντελώς ταυτόσημο. Ειδικότερα:
Η ανωτέρα βία (“vis major”) αναφέρεται σε ένα πιο περιορισμένο σύνολο ακραίων συμβάντων. Αυτά περιλαμβάνουν τις φυσικές καταστροφές (πλημμύρες, σεισμοί, τυφώνες, εκρήξεις ηφαιστείων κλπ), αλλά μπορεί να καλύπτουν και άλλες ιδιαιτέρως αναπόδραστες (ανθρωπογενείς) καταστάσεις. Ως εκ τούτου, η ανωτέρα βία αφορά μια εξωτερική δύναμη που εμποδίζει το πρόσωπο να εκπληρώσει υποχρέωσή του και δεν του αφήνει κανέναν εναλλακτικό τρόπο δράσης.
Το τυχαίο συμβάν είναι ευρύτερη έννοια. Περιλαμβάνει ένα πολυπληθέστερο σύνολο περιστάσεων που δεν καλύπτονται από την έννοια της ανωτέρας βίας (πχ διακοπές λειτουργίας, διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος ή επικοινωνιών).
Η οριοθέτηση κάθε μιας από τις έννοιες αυτές σε σχέση με την άλλη είναι ζήτημα σύνθετο, κρίνεται “ad hoc” και σε πολλές περιπτώσεις συμπίπτουν εν μέρει. Πάντως, με όποιο τρόπο και αν οριοθετήσει κανείς τις δύο έννοιες, είναι σαφές ότι συνδέονται στενότατα και ότι ορίζουν ένα σύνολο εξαιρετικών περιστάσεων όπου χωρούν παρεκκλίσεις από την εφαρμογή των δικαϊκών και δικονομικών κανόνων.
Νομολογία
Οι απαρχές της νομολογίας του ΔΕΕ σχετικά με τις εξαιρέσεις από κανόνες λόγω τυχαιότητας ή ανωτέρας βίας ανατρέχουν στις σχετικές αποφάσεις στον τομέα των γεωργικών κανονισμών.
Σημαντική είναι η νομολογία στην Υπόθεση Busseni, στην οποία εκτίθεται ότι η ανωτέρα βία καλύπτει «εξωτερικές περιστάσεις που καθιστούν αδύνατη την πραγματοποίηση της συγκεκριμένης ενέργειας. Ακόμη και αν δεν προϋποθέτει απόλυτη αδυναμία, απαιτεί, ωστόσο, την ύπαρξη ασυνήθων δυσχερειών, ανεξάρτητων από τη βούληση του προσώπου, που παρίστανται αναπόφευκτες έστω και αν καταβληθεί κάθε δυνατή επιμέλεια».
Στην Υπόθεση Bayer κατά Επιτροπής παρατίθεται η σκέψη ότι οι έννοιες του τυχαίου συμβάντος και της ανωτέρας βίας περιλαμβάνουν, η κάθε μία, δύο στοιχεία:
- ένα αντικειμενικό, το οποίο σχετίζεται με μη φυσιολογικές και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις, και
- ένα υποκειμενικό, το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να ανταπεξέλθει στις συνέπειες του μη φυσιολογικού γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες.
Περαιτέρω, το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι, για να μπορεί να επικαλεστεί τυχαίο συμβάν ή ανωτέρα βία ο διάδικος, θα πρέπει να έχει επιδείξει προηγουμένως την δέουσα επιμέλεια.
Το κριτήριο που εφαρμόζει το Δικαστήριο για να διαπιστώσει τη συνδρομή τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας αντικατοπτρίζει τα παραπάνω. Μολονότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι δικαϊκές και δικονομικές παρεκκλίσεις χωρούν μόνο υπό εντελώς εξαιρετικές περιστάσεις, το κριτήριο παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να εκτιμά με ευελιξία, σε κάθε επιμέρους περίπτωση και με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της εκάστοτε υπόθεσης, αν η αδυναμία του διαδίκου οφείλεται σε γεγονός το οποίο ευλόγως δεν μπορούσε να προβλέψει αυτός και επομένως δεν μπορούσε να το αποφύγει χωρίς υπερβολικές θυσίες.
Συνεπώς, η συνδρομή τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας πρέπει να εκτιμάται, ως εννοιολογικό πλέγμα, με βάση το ίδιο κριτήριο το οποίο εστιάζει στον εύλογο χαρακτήρα της ενέργειας που απαιτείται εκ μέρους του συγκεκριμένου διαδίκου. Με την εξακρίβωση δηλαδή ανά περίπτωση, αφενός, ότι η μη τήρηση των υποχρεώσεών του επήλθε λόγω μη φυσιολογικών και ξένων προς τον διάδικο περιστάσεων και, αφετέρου, ότι ο διάδικος έλαβε μέτρα για να αποφύγει τις συνέπειες του μη φυσιολογικού γεγονότος χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες.
Όπως αναγκαστικά ισχύει όταν απαιτείται περιπτωσιολογική εκτίμηση, η απάντηση, αφενός, στο τι μπορεί να συνιστά μη φυσιολογικό γεγονός και, αφετέρου, στο ποια είναι τα κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή των αρνητικών συνεπειών αυτού του γεγονότος εξαρτάται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε περιπτώσεως.
Περιπτωσιολογία
Υπόθεση 158/73 : Δεδομένου ότι η έννοια της ανωτέρας βίας δεν έχει ταυτόσημο περιεχόμενο τους διάφορους κλάδους του δικαίου και τους διάφορους τομείς εφαρμογής, αυτή η έννοια πρέπει να καθορίζεται σε συνάρτηση με το νομικό πλαίσιο στο οποίο προορίζεται να παράγει τα αποτελέσματά της.
Υπόθεση 109/86 : η έννοια της ανωτέρας βίας δεν περιορίζεται στην έννοια της απόλυτης αδυναμίας. Ωστόσο, ακόμη και αν η έννοια της ανωτέρας βίας δεν προϋποθέτει απόλυτη αδυναμία, απαιτεί ωστόσο η μη επέλευση του οικείου γεγονότος να οφείλεται σε περιστάσεις άσχετες προς εκείνον που επικαλείται το γεγονός, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, των οποίων οι συνέπειες παρίστανται αναπόφευκτες έστω και αν καταβληθεί κάθε δυνατή επιμέλεια .
Ελληνικό Δίκαιο
Νομολογία Πολιτικών Δικαστηρίων
Πέρα από το αναφερόμενο στην αρχή άρθρο 255 ΑΚ, κατά το άρθρο 330 ΑΚ “Ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νομίμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές”.
Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται κατ’ αρχήν η ευθύνη του οφειλέτη για κάθε πταίσμα, αλλά μόνο γι’ αυτό. Το πταίσμα, δηλαδή, ανήκει στις υποκειμενικές προϋποθέσεις της ευθύνης.
Έτσι, γεγονός για το οποίο υπέχει ευθύνη ο οφειλέτης, σύμφωνα με την ΑΚ 330, είναι:
- ο δόλος και
- η αμέλεια
Γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη ο οφειλέτης είναι:
- το τυχηρό, υπό στενή έννοια και
- η ανώτερη βία.
Τα δυο παραπάνω συγκροτούν τον όρο του τυχηρού, υπό ευρεία έννοια
Είναι ενδεχόμενο το τυχηρό περιστατικό για το δράστη να οφείλεται σε πταίσμα άλλου προσώπου. Ακριβώς γι’ αυτό, το πταίσμα ή τα τυχηρά εννοούνται σε σχέση με κάποιο πρόσωπο, στο οποίο και αποδίδονται.
Ειδικότερα, η κατηγορία των τυχηρών, για την οποία χρησιμοποιείται ο όρος ανώτερη βία, περιλαμβάνει βασικά τις ακραίες περιπτώσεις εκείνων των περιστατικών, που είναι για τις ανθρώπινες δυνάμεις αδύνατο να αποτραπούν ή τουλάχιστον δυσκολότερα από ό,τι τα λοιπά τυχηρά, δηλαδή τα υπό στενή έννοια, που βρίσκονται πλησιέστερα προς την αμέλεια. Η υποκειμενική θεωρία περί ανωτέρας βίας, που είναι και η κρατούσα στην Ελλάδα, τόσο στη θεωρία, όσο και στη νομολογία, διευρύνει κατ’ αποτέλεσμα τον κύκλο των περιστατικών ανώτερης βίας, περιλαμβάνοντας σ’ αυτά και γεγονότα “εσωτερικά”
Δηλαδή, σε αντίθεση με την αντικειμενική θεωρία, δεν απαιτεί γι’ αυτά το στοιχείο της “έξωθεν” προελεύσεώς τους, αλλά θεωρεί κρίσιμο μόνο το ότι τα περιστατικά αυτά είναι απρόβλεπτα και αναπότρεπτα, ακόμη και “με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως του δράστη“, όχι δηλαδή με μέτρα της συνηθισμένης επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου, που αποτελεί το κριτήριο διάκρισης μεταξύ της αμέλειας και των τυχηρών γενικά (ΑΠ 599/2018, ΑΠ 513/2016).
Ποινική Νομολογία
Κατά βασική αρχή, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 255 Α.Κ., “ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα” και, συνεπώς, εάν πράξη ή παράλειψη οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας ή ανυπερβλητου κωλύματος τότε δικαιολογείται.
Ως ανωτέρα βία νοείται κάθε απρόβλεπτο γεγονός είτε αντικειμενικό, είτε σχετικό με το πρόσωπο του δικαιούχου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί με μέτρα άκρας σύνεσης και επιμέλειας.
Ανυπέρβλητο Κώλυμα είναι εκείνο που οπωσδήποτε δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του διαδίκου και που δεν μπορούσε αυτός με κανένα τρόπο να υπερνικήσει (ΑΠ 687/2020, 183/2008)
Νομολογία Διοικητικών Δικαστηρίων Και Αρχών
Κατά πάγια Διοικητική νομολογία ανωτέρα βία αποτελεί κάθε γεγονός απρόβλεπτο, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με την επίδειξη άκρας επιμέλειας και σύνεσης, λόγω του οποίου καθίσταται ανέφικτο στον υπόχρεο να προβεί ο ίδιος ή με άλλο πρόσωπο στην επιβαλλόμενη σ’ αυτόν ενέργεια. Έτσι η ανωτέρα βία δικαιολογεί απόλυτη αδυναμία για την επιμέλεια των υποθέσεων του διοικούμενου, διότι τον παρεμποδίζουν από οποιαδήποτε ενέργεια, έστω και με πληρεξούσιο.
Διοικητικές Προθεσμίες
Οι προθεσμίες που τάσσονται στους διοικούμενους για να προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες έχουν ανατρεπτικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι μετά την πάροδο της τασσόμενης από το νόμο προθεσμίας, χάνεται το δικαίωμα για τη διενέργεια της υπό κρίση πράξης. Αναστολή της προθεσμίας γίνεται δεκτή μόνο λόγω ανωτέρας βίας, που εμφανίζεται κατά τη λήξη της προθεσμίας και διαρκεί μετά από αυτήν.
Σημειωτέον ότι το γεγονός της ανωτέρας βίας πρέπει να συντρέχει κατά τη λήξη της προθεσμίας και να διαρκεί και μετά την πάροδο αυτής. Για τον λόγο αυτό, η ύπαρξη της ανωτέρας βίας επιφέρει αναστολή μόνο της λήξης και όχι αναστολή της διαδρομής της προθεσμίας. Μετά δε τη λήξη της ανωτέρας βίας ο διοικούμενος υποχρεούται να προβεί αμελλητί σε άσκηση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου.
Ως συνηθέστερο περιστατικό, το οποίο αποτελεί ανώτερη βία, θεωρείται η βαριά ασθένεια, η οποία κατά τις ειδικές συνθήκες κάθε φορά προκαλεί τέτοια αδυναμία. Αντίθετα γινεται δεκτό ότι δεν θεωρείται ανωτέρα βία η απλή ασθένεια, η φυλάκιση και η αποχή των δικηγόρων.
Διοικητικοί Έλεγχοι
Τόσο από τη νομολογία, όσο και από την πρακτική των διοικητικών αρχών, γίνεται πλέον δεκτό ότι δεν επιβάλλονται πρόστιμα σε περίπτωση αδυναμίας τήρησης των υποχρεώσεων του διοικουμένου σε διοικητικό έλεγχο (πχ διάθεση βιβλίων ή στοιχείων, δηλώσεων κλπ), συνεπεία ανωτέρας βίας, δηλαδή γεγονότος απρόβλεπτου που δεν μπορούσε να αποτραπεί με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (πχ κλοπή, πυρκαγιά, πλημμύρα κλπ). Ο διοικούμενος έχει το βάρος της απόδειξης ότι επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια για τη διαφύλαξη αυτών.
Ουσιαστικά η διοίκηση με ρητές αναφορές πλέον, δεν επιβάλλει πρόστιμα αν, η μη διαφύλαξη, οφείλεται αποδεδειγμένα σε ανωτέρα βία, ακολουθώντας τη διοικητική νομολογία.
ΣτΕ 1664/1971: Δεν υπόκειται σε πρόστιμο ο επιτηδευματίας που εκλυθεί στην τήρηση των βιβλίων και στοιχείων ή την κανονική τήρησή τους λόγω ανωτέρας βίας, δηλαδή από γεγονός απρόβλεπτο που δεν μπορούσε να αποτραπεί με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης.
Σ.τ.Ε. 935/1977: Δεν επιβάλλεται πρόστιμο στον επιτηδευματία που δεν διαφύλαξε βιβλία και στοιχεία συνεπεία κλοπής, εφόσον αποδείξει ότι έδειξε την δέουσα επιμέλεια για τη διαφύλαξή τους.
Συμπέρασμα
Ανεξάρτητα από τη μεθοδολογική προσέγγιση ή την ταξινόμηση των αόριστων νομικών εννοιών του τυχαίου συμβάντος και της ανωτέρας βίας, είναι σαφές ότι η νομολογία τόσο των ελληνικών δικαστηρίων όσο και του ΔΕΕ, ανεξαρτήτως κλάδου (πολιτικό, ποινικό διοικητικό) εν πολλοίς δεν διαφοροποιείται.
Για την σε κάθε περίπτωση ή δικαιοδοσία, υπαγωγή στις παραπάνω απαλλακτικές έννοιες, πρέπει να αποδειχθεί η εξωτερική, πέρα από τις δυνάμεις και τις προβλέψεις του ενδιαφερόμενου, παρέμβαση. Εξαιτίας δε της μοναδικότητας του τυχαίου συμβάντος η δικαιοδοτική κρίση δεν μπορεί να τυποποιηθεί αλλά, εκτιμώντας τις ιδιαίτερες περιστάσεις, αποδίδεται ανά περίπτωση.Οι όροι “Τυχαίο Συμβαν” (ή “Τυχηρό”) και “Ανωτέρα Βία” χρησιμοποιούνται για να ορίσουν όλα εκείνα τα περιστατικά τα οποία δεν οφείλονται σε πταίσμα (από δόλο ή αμέλεια) του ζημιώσαντος. Πρόκειται, δηλαδή, για τα περιστατικά εκείνα που αίρουν την ευθύνη του δράστη.
Πηγή: kstlaw.gr

