Άντληση ρευστότητας σε περιβάλλον Ταμείου Ανάκαμψης
Η αναμενόμενη μεγάλη εισροή Κοινοτικών κονδυλίων κατά τα επόμενα χρόνια δημιουργεί αφ’ ενός σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης για πολλούς
επιχειρηματικούς κλάδους αλλά και για την οικονομία γενικότερα, αφ’ ετέρου προϋποθέτει και εύρεση ρευστότητας από την πλευρά των εταιρειών, προκειμένου αυτές να εκμεταλλευθούν τα οφέλη που θα προκύψουν.
Για παράδειγμα εταιρείες από τους χώρους των κατασκευών και της πληροφορικής οι εταιρείες θα πρέπει να εξασφαλίσουν την απαιτούμενη χρηματοδότηση για την υλοποίηση δημόσιων συμβάσεων που προβλέπουν επιχορήγηση κεφαλαίων από τα Ταμείο Ανάκαμψης, ενώ οι επιχειρήσεις που θα υλοποιήσουν projectsμε δανειακά κεφάλαια του Προγράμματος (20% ίδια συμμετοχή, 40% δανειοδότηση από το Ταμείο με χαμηλό επιτόκιο και 40% τραπεζικός δανεισμός) θα αναγκαστούν και αυτές να προχωρήσουν σε κεφαλαιακές ενέσεις.
Πέραν όμως των επενδύσεων που θα υλοποιηθούν μέσω των Κοινοτικών πόρων, αναμένονται και πολλές άλλες που σχεδιάζονται από τις επιχειρήσεις οι οποίες αφορούν κινήσεις εξαγορών, εκσυγχρονισμό μηχανολογικού εξοπλισμού, ψηφιακό μετασχηματισμό του τρόπου λειτουργίας τους, τοποθετήσεις σε υποσχόμενες επιχειρηματικές δραστηριότητες, κ.λπ., ιδίως αν συνεκτιμήσει κάποιος τις προβλέψεις των περισσότερων διεθνών οίκων για αξιοσημείωτη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας (αύξηση ΑΕΠ) κατά την επόμενη τετραετία.
Πώς όμως οι ελληνικές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να αντλήσουν ρευστότητα;
Χρηματιστήριο: Η κατάσταση στο ελληνικό χρηματιστήριο παρουσιάζεται βελτιωμένη σε σύγκριση με εκείνη της προηγούμενης δεκαετίας. Αν και οι φετινές αυξήσεις κεφαλαίου (είναι ήδη περισσότερες σε σχέση με το παρελθόν) αφορούν κυρίως τράπεζες, ή εταιρείες που θέλουν να κλείσουν πληγές ρευστότητας του παρελθόντος και της πανδημίας, αρκετές επιχειρήσεις επεξεργάζονται σενάρια προσφυγής σε αύξηση του μετοχικού τους κεφαλαίου μέσα στην επόμενη διετία, ανάλογα και με τις ανάγκες που θα προκύψουν για τη χρηματοδότηση της αναπτυξιακής τους διαδικασίας.
Δεν λείπουν επίσης οι εταιρείες που εξετάζουν το ενδεχόμενο άντλησης ρευστότητας μέσα από την αυτόνομη είσοδο θυγατρικών τους εταιρειών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας.
Εταιρικά ομόλογα: Η ζήτηση για έκδοση εταιρικών ομολόγων είναι αυξημένη, επηρεαζόμενη θετικά από το περιβάλλον των μηδενικών -ή έστω οριακών- καταθετικών επιτοκίων που προσφέρουν αυτή την περίοδο οι τράπεζες. Με βάση τις τρέχουσες συνθήκες, οι χρηματοοικονομικά υγιείς επιχειρήσεις μπορούν να δανείζονται μέσω της αγοράς εταιρικών ομολόγων σε μακροπρόθεσμη βάση (πχ επταετία) με κόστος 1,8%-2,5%, πολύ χαμηλότερο σε σχέση με το παρελθόν. Η τάση των χαμηλών επιτοκίων δεν φαίνεται πως θα διαφοροποιηθεί έντονα στο άμεσο ή και το μεσοπρόθεσμο μέλλον.
Τραπεζικός δανεισμός: Οι τράπεζες διαθέτουν πλέον την απαιτούμενη ρευστότητα να προχωρήσουν σε σημαντικές δανειοδοτήσεις και μάλιστα έναντι λογικού κόστους χρήματος για τις επιχειρήσεις (οι μεγάλες και υγιείς εταιρείες δανείζονται συνήθως με επιτόκιο χαμηλότερο του 3,5%, ή και του 3%).
Επιπλέον, οι διοικήσεις των εγχώριων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων γνωρίζουν πολύ καλά πως θα πρέπει να δημιουργήσουν μια πολύ πιο μεγάλη χρηματοδοτική βάση προς τις υγιείς επιχειρήσεις από την τρέχουσα, έτσι ώστε να προσβλέπουν μελλοντικά σε μια μακροπρόθεσμη προοπτική αύξηση των εσόδων τους από τόκους (πέρα από την έμφαση που δίνουν στο μέτωπο των προοπτικών).
Με άλλα λόγια, μπορεί οι πωλήσεις κόκκινων (αλλά και εξυπηρετούμενων) δανείων προς διάφορα εξειδικευμένα funds να βελτιώνει τους κεφαλαιακούς δείκτες και να εξυγιαίνει το εποπτικό κομμάτι των λογιστικών τους καταστάσεων, ωστόσο περιορίζουν δραστικά τη βάση μελλοντικών εσόδων (άρα και κερδών) για τις τράπεζες, με ό,τι αυτό θα μπορούσε να σημάνει για την μακροπρόθεσμη πορεία τους.
Το ζήτημα ωστόσο είναι κατά πόσο θα μπορέσουν να ανταποκριθούν οι τράπεζες σε περίπτωση που η ζήτηση για δανεισμό αυξηθεί κατακόρυφα κατά τα επόμενα χρόνια. Πάντως, οι τελευταίες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου στις οποίες προχώρησαν Τράπεζα Πειραιώς και AlphaBank, λειτουργούν θετικά προς τη συγκεκριμένη τουλάχιστον κατεύθυνση.
Επιχειρηματικές κινήσεις: Αρκετές είναι οι εταιρείες που επεξεργάζονται εναλλακτικά σχέδια άντλησης κεφαλαίων ή εξασφάλισης της απαιτούμενης ρευστότητάς τους.
Μια τέτοια λύση θα μπορούσε να είναι η αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων τους, μέσα από την πώληση συγκεκριμένων θυγατρικών τους, από τις οποίες δεν προσβλέπουν σημαντικά πράγματα στο μέλλον. Γενικότερα, επικρατεί πλέον σε πολλούς managersη αντίληψη πως οι εταιρείες δεν θα πρέπει να είναι… supermarketsπου προσπαθούν να προσφέρουν τα πάντα, αλλά αντίθετα θα πρέπει να επικεντρώνονται σε τομείς που διαθέτουν συγκριτικό πλεονέκτημα.
Μια δεύτερη επιλογή είναι η επέκτασή τους μέσα από τη μορφή του jointventure, κατανέμοντας έτσι τόσο το ρίσκο της επένδυσης, όσο και τους απαιτούμενους χρηματοδοτικούς πόρους για την υλοποίηση και λειτουργία της. Επίσης, συχνά μέσω των jointventuresεπιτυγχάνονται ευρύτερες συνεργασίες μεταξύ Ομίλων, οι οποίες δρουν καταλυτικά σε περισσότερα μέτωπα.
Μια ακόμη εναλλακτική επιλογή είναι η ρευστοποίηση ακινήτων που χρησιμοποιούν πχ για γραφεία, υποκαταστήματα, ή αποθηκευτικούς χώρους. Σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, μια εταιρεία που δραστηριοποιείται για παράδειγμα στο εμπόριο, στις μεταφορές, ή στις υπηρεσίες δεν είναι απαραίτητο να διαθέτει ιδιόκτητους χώρους ακινήτων, καθώς αυτοί δεσμεύουν κεφάλαια, αυξάνουν το ρίσκο των μετόχων και μειώνουν την αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων των συγκεκριμένων επιχειρήσεων. Έτσι, οι εταιρείες αυτές πωλούν τα ακίνητά τους σε επιχειρήσεις που έχουν το realestateως βασική τους ενασχόληση και παράλληλα τα ενοικιάζουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, προκειμένου να συνεχίσουν απρόσκοπτα τις λειτουργικές τους δραστηριότητες.
Φυσικά, σε μια εποχή όπου ο αριθμός των dealsέχει αυξηθεί κατακόρυφα και παρατηρούνται συγκεντρώσεις των κλαδικών δραστηριοτήτων σε ολοένα και λιγότερους «παίκτες» η επιλογή μιας εταιρείας είτε να πουληθεί, είτε να ενταχθεί σε ένα μεγαλύτερο σχήμα, είτε εξαγοραζόμενη, είτε απορροφόμενη αποτελεί μια εναλλακτική επιλογή. Γενικότερα, μετά από μια πολυετή, βαθιά οικονομική κρίση, την οποία διαδέχτηκαν οι επιπτώσεις της πανδημίας, πολλές επιχειρήσεις υποχρεώθηκαν σε σημαντικά προβλήματα ρευστότητας, τα οποία τις εμπόδισαν να επενδύσουν σε υποδομές και εκσυγχρονισμό επί μακρόν. Όσες από αυτές τις επιχειρήσεις διαθέτουν ακόμη κάποια συγκριτικά πλεονεκτήματα (πχ πελατολόγιο, δίκτυα πωλήσεων, τεχνογνωσία σε επιμέρους τομείς, κ.λπ.) μπορούν είτε να προσελκύσουν στρατηγικούς επενδυτές που θα επιχειρήσουν με φρέσκα κεφάλαια να καλύψουν το χαμένο επενδυτικό έδαφος), είτε να αποτελέσουν μέρος ενός ευρύτερου Ομίλου που έχει ήδη προχωρήσει στις απαιτούμενες επενδύσεις.
Πηγή: e-forologia.gr